μπιντέ

μπιντέ
το , μπιντές ο άκλ. биде

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μπιντέ" в других словарях:

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Ερμώνυμος, Γεώργιος — (Λακωνία 1430; – Παρίσι 1508;). Λόγιος των χρόνων της Αναγέννησης. Ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του είναι γνωστές. Βέβαιο πάντως είναι ότι μαθήτευσε κοντά στον περιώνυμο φιλόσοφο του Μιστρά, Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Μετά την κατάληψη του… …   Dictionary of Greek

  • Κόλετ, Τζον — (John Colet, 1467 – 1519). Άγγλος ελληνιστής και ουμανιστής. Γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τους μεγαλύτερους λόγιους της εποχής του, όπως ο Έρασμος, ο Μπιντέ κ.ά. Διώχθηκε ως αιρετικός και μάλιστα λίγο έλειψε να καεί ζωντανός. Ο Κ. ίδρυσε τη σχολή… …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρις, Ιανός — (Κωνσταντινούπολη 1445 – Ρώμη 1534). Λόγιος και διπλωμάτης· Υπήρξε ένας από τους δεινότερους ελληνιστές της Αναγέννησης. Ήταν απόγονος της παλιάς αυτοκρατορικής οικογένειας του Βυζαντίου και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κατέφυγε στην… …   Dictionary of Greek

  • Ντιλάκ, Ζερμέν — (Germaine Dulac, Aνιέρ 1882 – Παρίσι 1942). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας σκηνοθέτριας και θεωρητικού του γαλλικού κινηματογράφου Ζερμέν Σεσέ Σνάιντερ (Germaine Saisset Schneider). Έλαβε μέρος στο πρωτοποριακό κίνημα και πάλεψε εναντίον του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»